Κορνηλίου

Κορνηλίου
Κορνήλιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ιανσενισμός — ὁ η αιρετική διδασκαλία τού Ολλανδού θεολόγου Κορνηλίου Ιάνσεν κατά τα τέλη τού 16ου με αρχές τού 17ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. jansenism < γαλλ. jansenisme < όνομα τού Cornells Jansen). Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • υρκάνιος — α, ο / ὑρκάνιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ίη Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς, υρκανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Υρκάνιος, η Υρκάνια και Ὑρκάνιος και Ὑρκανία ο Υρκανός 3. φρ. «Υρκάνιο(ν) πεδίο(ν)» πεδινή… …   Dictionary of Greek

  • Αίλιος Τούμπερος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Φίλος του Κικέρωνα, που έγινε το 49 π.Χ. διοικητής Αφρικής. Ο Αινεσίδημος του αφιέρωσε τους Πυρρωνείους λόγους του. Έγραψε μια ιστορική μελέτη σε 14 τόμους, που αφορούσε την περίοδο από την ίδρυση… …   Dictionary of Greek

  • Αιμίλιος Λέπιδος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 187 π.Χ., ποντίφηκας το 180, ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στην κατασκευή οδών και στην ίδρυση αποικιών. Το 183 έγινε μέλος της Τριανδρίας. 2. Α.Λ. Πορκίνας. Ύπατος το 137 π.Χ. Ο Κικέρων… …   Dictionary of Greek

  • Ακιλία γενιά — Το αρχαιότερο γένος πληβείων της Ρώμης. Τα σπουδαιότερα μέλη των διαφόρων κλάδων του ήταν τα ακόλουθα: 1. Ακίλιος Μάνιος Γλαβρίων (τέλος 3ου αι. – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Ύπατοςτο 191 π.Χ. Φίλος του Κορνηλίου Σκιπίωνα του Αφρικανού. Κατέστειλε το… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνία — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Κόρη του Μάρκου Αντώνιου (54 ή 49 π.Χ. – ;). Μνηστεύθηκε τον γιο του Λέπιδου, μέλους της Τριανδρίας, αλλά το 34 π.Χ., με υπόδειξη του πατέρα της, παντρεύτηκε τον Έλληνα Πυθόδωρο από τις Τράλλεις …   Dictionary of Greek

  • Βανλό ή Βαν-Λόο — (Vanloo ή Van Loo). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων φλαμανδικής καταγωγής. 1. Αμεντέ (Amendι, Τορίνο 1719 – Παρίσι 1796). Ήταν μαθητής του ζωγράφου πατέρα του Ζαν Μπατίστ. Το 1474 έγινε μέλος της βασιλικής Ακαδημίας και έζησε στην αυλή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”